Δε σ' αγριοτήραξε η πείνα ...
Πέρναγε, που λες ο πατέρας σου μπροστά από το σπίτι μου - ξέρεις, ο δρόμος πέρναγε από το σπίτι μου, το σπίτι του Μπιτζαραίουνε, πίσω απ' το σπίτι τ' αδερφού μου του Σπύρου, πού είναι στη Γερμανία, μπροστά από τα σπίτια του Λαμπραίουνε, πάνω από τον κήπο του Παπαδόπουλου κι έβγαινε στο νεκροταφείο και πάγαινε κατά Λιβάδι μεργιά -, πέρναγε , που λές ο πατέρας σου και φωνάζει στον πατέρα μου
- Κώστα, ώωρε Κώστα, δε μου δίνεις κείντο παλιόπαιδο να ρίξει το σπόρο στου Μούρη;
Και χωρίς ναντουειπεί ο πατέρας μου ναι ή όχι ...
- Θοδωρή, τσακίσου να ρίξεις το σπόρο ...
Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ ...
-Πήγα, που λες στου Μούρη, 5-6 στρέμματα ήταν το χωράφι, έριξα όλη μέρα το σπόρο, έφαγα καλά και το φχαριστήθηκα! ...
- Καλά, παιδί πράμα, 4-5 χρονώ, δεν απόστασες πέρα δώθε, πέρα δώθε όλη μέρα;
-Δε θυμάμαι τέτοια. Έβραζε το αίμα μας. Στο πι και φι και για το τίποτα, βρισκόμαστε στου Κούμιση ή στο ποτάμι. Αυτό που μούειναι μεινεμαίνο και δεν το ξεγνά ποτέ μου, είναι που την πέτσωσα για τα καλά.
-Τί ευχαρίστηση κι αυτή, μονολογεί, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι με σφιγμένα χείλη κοιτάζοντας, στ' αριστερά του για να πει: Δε σ' αγριοτήραξε η πείνα ...
Εδώ αχνοφάνηκε σαν αστραπή η φυσική δικαιοσύνη! Σα δε γευτείς τα όρια δε θα καταλάβεις τι πα να πει τ' αγριοκοίταγμα της πείνας !
Μετά από τη μικρή σιωπή, ολόγιομη απ' την κραυγή
- Αν στραβοπάταγα στ' αυλάκια;
Το στραβοπάτημα στα αυλάκια;
- Α! γκρεμιζόμουνα κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά δε μ' ένοιαζε.
Την άλλη και την παράλλη, ξαναπήγα στου Αραδημακάκη, καμιακοσιαριά στρέμματα ήταν το χωράφι, και την τήλωσα, που λες, για τα καλά.
Η κουβέντα έγινε προπέρσι, 2013 ...
Πέρναγε, που λες ο πατέρας σου μπροστά από το σπίτι μου - ξέρεις, ο δρόμος πέρναγε από το σπίτι μου, το σπίτι του Μπιτζαραίουνε, πίσω απ' το σπίτι τ' αδερφού μου του Σπύρου, πού είναι στη Γερμανία, μπροστά από τα σπίτια του Λαμπραίουνε, πάνω από τον κήπο του Παπαδόπουλου κι έβγαινε στο νεκροταφείο και πάγαινε κατά Λιβάδι μεργιά -, πέρναγε , που λές ο πατέρας σου και φωνάζει στον πατέρα μου
- Κώστα, ώωρε Κώστα, δε μου δίνεις κείντο παλιόπαιδο να ρίξει το σπόρο στου Μούρη;
Και χωρίς ναντουειπεί ο πατέρας μου ναι ή όχι ...
- Θοδωρή, τσακίσου να ρίξεις το σπόρο ...
Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ ...
-Πήγα, που λες στου Μούρη, 5-6 στρέμματα ήταν το χωράφι, έριξα όλη μέρα το σπόρο, έφαγα καλά και το φχαριστήθηκα! ...
- Καλά, παιδί πράμα, 4-5 χρονώ, δεν απόστασες πέρα δώθε, πέρα δώθε όλη μέρα;
-Δε θυμάμαι τέτοια. Έβραζε το αίμα μας. Στο πι και φι και για το τίποτα, βρισκόμαστε στου Κούμιση ή στο ποτάμι. Αυτό που μούειναι μεινεμαίνο και δεν το ξεγνά ποτέ μου, είναι που την πέτσωσα για τα καλά.
-Τί ευχαρίστηση κι αυτή, μονολογεί, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι με σφιγμένα χείλη κοιτάζοντας, στ' αριστερά του για να πει: Δε σ' αγριοτήραξε η πείνα ...
Εδώ αχνοφάνηκε σαν αστραπή η φυσική δικαιοσύνη! Σα δε γευτείς τα όρια δε θα καταλάβεις τι πα να πει τ' αγριοκοίταγμα της πείνας !
Μετά από τη μικρή σιωπή, ολόγιομη απ' την κραυγή
- Αν στραβοπάταγα στ' αυλάκια;
Το στραβοπάτημα στα αυλάκια;
- Α! γκρεμιζόμουνα κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά δε μ' ένοιαζε.
Την άλλη και την παράλλη, ξαναπήγα στου Αραδημακάκη, καμιακοσιαριά στρέμματα ήταν το χωράφι, και την τήλωσα, που λες, για τα καλά.
Η κουβέντα έγινε προπέρσι, 2013 ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου