... ήταν άλλοι καιροί!
Ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν τα πιο δύσκολα χρόνια για τους Μπασταίους, κι όχι μόνο. Πόλεμοι Α΄ και Β΄, διχτατορίες διαδέχονται η μια την άλλη. Απανωτά στρατιωτικά πραξικοπήματα.
- «ξέρεις γιατί μας ταλαιπωρούν μ’ αυτές τι ανόητες απανωτές ασκήσεις;
- Που να ξέρω κυρ λοχαγέ.
-Για να μην έχουμε καιρό να οργανώνουμε πραξικοπήματα. Αυτή η νοοτροπία υπήρχε και τη 10ετία του ’60. Ο διάλογος είναι αυθεντικός.
Ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν τα πιο δύσκολα χρόνια για τους Μπασταίους, κι όχι μόνο. Πόλεμοι Α΄ και Β΄, διχτατορίες διαδέχονται η μια την άλλη. Απανωτά στρατιωτικά πραξικοπήματα.
- «ξέρεις γιατί μας ταλαιπωρούν μ’ αυτές τι ανόητες απανωτές ασκήσεις;
- Που να ξέρω κυρ λοχαγέ.
-Για να μην έχουμε καιρό να οργανώνουμε πραξικοπήματα. Αυτή η νοοτροπία υπήρχε και τη 10ετία του ’60. Ο διάλογος είναι αυθεντικός.
Τα χειρότερα: Αρρώστιες. Το θανατικό του 1918, θέρισε
το μισό χωριό. Κατοχή με τους Ιταλούς και τους
Γερμανούς να τρώνε … τη φτώχεια των Μπασταίων. Τον εμφύλιο... Και το χειρότερο: την
μετεμφυλιακή τρομοκρατία …
Πολλές φορές ρωτιόταν ο Φρούραρχος
και … άλλοτε δεν πολυαγρηκάου, άλλοτε περίτεχνα σε παρέσυρε σε άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε … Ξέφευγε
με τρόπους, που τους δίδαξαν οι αλλοτινοί καιροί. Ήταν Τάφος, με ΤΟΥ κεφαλαίο. Ακόμα κι όταν τον
έκαναν, κυριολεχτικά, με το κρεμμυδάκια, δεν έβγαλε κιχ, έλεγε η Αλεξάντρα, που
κρυφάκουγε, κόρη του γεροΜπίρμπα και μάνα του Ντάλου (Αντώνη Νταγκούλη), που τόλεγε, το λέει και τοξαναλέει, στο καφενείο, κάθε που το φέρνει η κουβέντα. Ήταν Φρούραρχος,
«εκλεγμένος» από λαϊκή συνέλευση με καπετάνιο, πούρθε από την Πάτρα!, εν απουσία του! και παρά τη θέλησή του. Και Δεν
τούπαιρνες κουβέντα, ακόμα και τη 10ετία του ’80.
Κάποια φορά ο μεγαλύτερος γιος μπαίνει σε ακραία πρόκληση:
Κάποια φορά ο μεγαλύτερος γιος μπαίνει σε ακραία πρόκληση:
"Δεν έχεις
το θεό σου. Σε ρωτάμε και ξαναρωτάμε και εσύ τίποτα. Ήσουν Φρούραρχος και τα
ξέρεις από πρώτο χέρι και δεν μας λες τίποτα. Κι όμως, ο κουμπάρος σου ο Χαρλάμης,
ο χίτης, πέρασε απ’ όλο το χωργιό φωνάζοντας δυνατά : Στα όπλα. Ξεσηκωθείτε. Ο Χρήστος
ο αντάρτης, κρύβεται στη ΝταρδαΜπάρδα, και πήγαινε κατά του Κώστα του Βγενή το σπίτι …
Ο Χαρλάμης, ο Κώστας ο Βγενής
κι άλλοι, ήταν οι εξοπλισμένοι πολιτοφύλακες της εποχής. Στα κρυφά, και χαμηλόφωνα πάντα,
τους λέγανε και Χίτες.
Ο φρούραρχος προσπάθησε να αποφύγει ποντάροντας πως δεν ήταν δυνατό, τόσο μικρός τότε και να θυμάται τόσο καλά. Αλλά κι αποφασισμένος να πάρει «εκδίκηση» για την υπερβολική πίεση:
Ο φρούραρχος προσπάθησε να αποφύγει ποντάροντας πως δεν ήταν δυνατό, τόσο μικρός τότε και να θυμάται τόσο καλά. Αλλά κι αποφασισμένος να πάρει «εκδίκηση» για την υπερβολική πίεση:
- Τον
άκουσες εσύ, παιδάκι μου …
- Όχι
μόνο εγώ …
- και
τάλεγε δυνατά …
- Πολύ
δυνατά. Τάκουγε όλο το χωργιό …
- πολύυυ
δυνατά.
Τη λέξη πολύ, την τόνισε, παρατείνοντας το υ, γεμίζοντάς το με όλα τα βάσανα που 'χαν τραβήξει στο χωριό. Κοίταξε το γιο του με την αγριάδα των καιρών, γκουρλώνοντας τα μάτια και σφίγγοντας τα χείλη, σαν υποχρεωνόταν να ξαναθυμηθεί τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Και τάηξερε όλα και πολύ καλά. Από πρώτο χιέρι. Ήταν εκλεγμένος αντιστασιακός Φρούραρχος, από τη λαϊκή συνέλευση του χωριού, εν απουσία του και χωρίς τη θέλησή του!
Τη λέξη πολύ, την τόνισε, παρατείνοντας το υ, γεμίζοντάς το με όλα τα βάσανα που 'χαν τραβήξει στο χωριό. Κοίταξε το γιο του με την αγριάδα των καιρών, γκουρλώνοντας τα μάτια και σφίγγοντας τα χείλη, σαν υποχρεωνόταν να ξαναθυμηθεί τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Και τάηξερε όλα και πολύ καλά. Από πρώτο χιέρι. Ήταν εκλεγμένος αντιστασιακός Φρούραρχος, από τη λαϊκή συνέλευση του χωριού, εν απουσία του και χωρίς τη θέλησή του!
- Θες
να πεις πως τόκανε, για να τ’ ακούσει η Μάνα του και να τον ειδοποιήσει; …
Αυτό ειπώθηκε
σαν από βαριά ηττημένο. Όπως ο “ελθών εις εαυτόν” άσωτος γιος, που περιπλανήθηκε
στα χλοερά λιβάδια της σοφίας, θαμπωμένος από τη ζωηρή πρασινάδα π’ αφήνει στο νου
το όμορφο χρώμα. Ένοιωσε να του φεύγει κάτου
απ΄ τα πόδια του το έδαφος του νεανικού ιδεαλισμού, που πέταγε στα σύννεφα και ξάφνου
σκάει πάνω στη σκληρή πραγματικότητα
- Εσύ
είσαι σπουδαγμένος, παιδάκι μου και ... μπορεί,
και να καταλάβεις …
Και με βαθιά
συγκατάβαση και στέρεη επίγνωση:
- Παιδί μου, ήταν άλλοι καιροί…
- Δηλαδή
είσαστε συνοννοημένοι για το καλό του χωργιού; ...
Αντάρα φάνηκε στις βαθιές χαραματιές του προσώπου. Τράβηξε κατά κουζίνας μεργιά, για κρύψει απ’ το γιο του κάποιο δάκρυ, που πήγε να κυλήσει στο μάγουλό του. Ποτέ δεν τον είδε ο μεγάλος του γιος δακρυσμένο. Κι αυτό από βαθιά ευαισθησία, δυσδιάκριτη στους κοινούς θνητούς.
Αντάρα φάνηκε στις βαθιές χαραματιές του προσώπου. Τράβηξε κατά κουζίνας μεργιά, για κρύψει απ’ το γιο του κάποιο δάκρυ, που πήγε να κυλήσει στο μάγουλό του. Ποτέ δεν τον είδε ο μεγάλος του γιος δακρυσμένο. Κι αυτό από βαθιά ευαισθησία, δυσδιάκριτη στους κοινούς θνητούς.
Σαν πέθανε ο Φρούραρχος το 1985, ο Κώστας ο Βγενής, “ο αρχηγός των χιτών” στο χωριό, πιασμένος από το κάγκελο του Ρήγα και στηριζόμενος στη γέρικη απ’ τον καιρό μαγκούρα του, συλλυπήθηκε το μεγάλο γιο του Φρούραρχου:
- Πέθανε
ο πατέρας μας, παιδί μου.
Αυτό το μας και οι λυγμοί του μπαρμαΚώστα
του Βγενή, παρασύραν κατά κει που τους πρέπει πολλές γενικόλογες προκαταλήψεις ...
Στα 9ημερα, ο Χριστιλίπης, “ο κουμουνιστής του χωργιού”, κραδαίνοντας τη φημερίδα που διάβαζε, σαν ζούσε ο Φρούραρχος, φάνηκε στον πλάτανο της βρύσης.
-Θαντου
τημπάου. Πέρασε μια βδομάδα και θέλει ναντη διαβάσει” ... Έτσι
είπε και ... σε λίγες μέρες πήγε στο φρούραρχο τη φημερίδα του!
Ογδόντα τόσα χρόνια ζήσανε μαζί στο χωριό τους. Χρόνια αλλόκοτων καιρών, γιομάτα θάνατο κι ελπίδα για ένα καλλίτερο αύριο.
Ογδόντα τόσα χρόνια ζήσανε μαζί στο χωριό τους. Χρόνια αλλόκοτων καιρών, γιομάτα θάνατο κι ελπίδα για ένα καλλίτερο αύριο.
Για 600
τόσα χρόνια οι Μπασταίοι κράτησαν ζωντανό το χωριό σε ένα κακοτράχαλο κι άγονο
τόπο. Αυτή η τελευταία γενιά, ήταν η πιο σπουδαία γενιά του χωριού. Μεγάλωσαν το
χωριό πέρα από τα όρια, που μπορούσαν να χορτάσουν τα χωράφια του. Χρόνια δίσεκτα. Μες τη φωτιά πολέμων και επαναστάσεων, στρατιωτικών κινημάτων και διχτατοριών, λοιμών και λιμών, σεισμών και καταποντισμών, επιδρομής αλλοφύλων και εμφυλίου πολέμου! Ήταν η τελευταία
γενιά των Μπασταίων. Το 1928 άλλαξαν το ελληνικότατο όνομά του από Μπάστα, σε Κρυονέριον!
Και βέβαια τέτοιο όνομα δεν βρίσκουμε στην Αρχαία Ελλάδα. Ούτε και το 1828 στην καταγραφή των ονομάτων των χωριών που έκαμαν οι επαναστάτες του ’21.
Κάποιοι σκοτώθηκαν
σε άδικους πολέμους. Σαν το Γιάνη το Τζούκα, πρωτοξάδερφο του Φρούραρχου, το Βαγγέλη το Φιλιππακόπουλο, αδερφό του Γιώρη και τον …, π’ αφήσανε τα κόκαλά τους
στην Αλβανία.
Τον … και τον στον μικρασιατικό πόλεμο. Τον … και
… στα ’12 και ’13. Μα και πιο παλιά στον πόλεμο του 1897. Σ' όλους αυτούς τους πολέμους, που ξέφευγαν από τη
δική τους δικαιοδοσία, επιρροή και έλεγχο. Ήταν άλλων παπάδων βαγγέλια, με μπόλικα κεροσταλάγματα
στα φύλλα και ξενικό βήχα, που δύσκολα μπορούσαν να κόψουν οι Μπασταίοι ...
Ουτ’ ένας νεκρός Μπασταίος στη 10ετία της φωτιάς! Τη 10ετία του '40.
- Κριβόμουν
6 μήνες. Κοιμώμουν στους λόγγους, στα χαντάκια,
για μήνες, να μη με βρούνε ...
Μα εσύ μπαρμαΛάμπρο (Λ. Μπράμος, από του Χιλιδόνι) δεν ήσουν με τους αντάρτες.
... δεν ήταν καιροί αυτοί, παιδί μου. Δεν ήταν καιροί. Μη μου τους
θυμίζεις …
Πήρε βαθιά ανάσα,
σούφρωσε τα χείλη, κούνησε το κεφάλι πάνου - κάτου, κι επιχείρησε να ξαναζωντανέψει
στιγμές ασύλληπτης φρίκης …
… Μου γύρευαν ναντους πάου κεφάλι αντάρτη
στο τράιστο!
… Που νάβρω ’γω ο μαύρος κεφάλι αντάρτη , παιδάκι μου; … δάγκωσε τα χείλη του και μετά από ώρα, αφού ρούφηξε τη μύτη κι ανάσανε βαθιά …
… Που νάβρω ’γω ο μαύρος κεφάλι αντάρτη , παιδάκι μου; … δάγκωσε τα χείλη του και μετά από ώρα, αφού ρούφηξε τη μύτη κι ανάσανε βαθιά …
Δεν ήταν
καιροί αυτοί, παιδί μου ...
... δεν έχει άλλον. Στα μέσα
του 1948(;) ο ΕΛΑΣ αποφάσισε επιστράτευση και ο Χριστιλίπης «ο κουμουνιστής του
χωργιού» έπρεπε να εκτελέσει τη διαταγή. Όλοι
οι «στρατεύσιμοι» νέοι του χωριού, έπρεπε να παρουσιαστούν στις μονάδες των
ανταρτών στο βουνό. Ο Γιώρης ο Φιλιπακόπουλος (Γ. Αναστασόπουλος) ήξερε καλά το χωριό και τους στρατεύσιμους νέους. Τη συγκεκριμένη
ημερομηνία παρουσιάστηκε στο επιτελείο των ανταρτών, με το μεγάλο του γιο, το Χρήστο: Αυτός είναι ο μόνος στρατεύσιμος του χωργιού και … δεν
έχει άλλον. Έτσι ξερά και παγερά. Ήταν ο γιος του εκεί. Λεβέντης μέχρι κει
πάνου. Εκπαιδευμένος στους γκρεμούς του χωριού, όπως όλα τα Μπαστιωτόπουλα. Και
… τι να πουν οι ανταρτολόγοι …Τον ήξεραν
πολύ καλά από παλιότερα.
Πρώτα εμένα. Οι Άγγλοι, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, αφόπλισαν το Φλεβάρη του '45 τον ΕΛΑΣ, χωρίς να τον νικήσουν. Κι αυτό το ήξεραν πολύ καλά. Ρημαγμένοι, καθώς βγήκαν από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, παρέδωσαν την Ελλάδα στους νικητές Αμερικάνους. Η Αγγλική επικυριαρχία πάνω στην Ελλάδα από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οχτώβρη του 1827), γίνεται το 1947 Αμερικάνικη. Το '48 ο ΕΛΑΣ καταφέρει συντριπτικές νίκες. Οι Αμερικάνοι μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, εξόπλισαν μέχρι τα δόντια το στρατό από τη μια, κι από την άλλη πλαισιώνουν τα τάγματα ασφαλείας με δεκάδες χιλιάδες δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών και εξαπολύοντας ανελέητο διωγμό σε όσους συνεργάζονταν και τροφοδοτούσαν τους αντάρτες. Σ' αυτή τη νέα κατάσταση ο ΕΛΑΣ κήρυξε κι αυτός επιστράτευση στις περιοχές που έλεγχε και συλλαμβάνει και εκτελεί τους πιο δραστήριους αντιδραστικούς στα δικά τους σχέδια. Σ' αυτή τη φάση του εμφύλιου έπιασαν οι αντάρτες τον "αρχηγό των χιτών» στο χωριό, τον Κώστα το Βγενή, για να τον εκτελέσουν! Αυτή η απόφαση ήταν φαίνεται γενική. Πολλούς είχαν εκτελέσει Ο αντιστασιακός Φρούραρχος, ο Γιώρης ο Φωνόπουλος (Γ. Δημόπουλος), τα είπε με το Γιώρη το Φιλιππακόπουλο. «Ο μόνος τρόπος ναντον σώσουμε, Γιώρη, είναι να πας εσύ και ναντους πεις: Ο Κώστας ο Βγενής που πιάσατε, είναι ένας οικογενειάρχης και φτωχός άντρωπος. Δεν έβλαψε κανένα. Όπως ξέρετε, δεμπήγε γυρεύοντις να γίνει χίτης. Άλλοι τον υποχρεώσανε, σαν και μένα, που με κάνανε φρούραχο, χωρίς τη θέλησή μου. Πρώτα θα σκοτώσετε εμένα και μετά εκείνον. Τελεία και παύλα». Τηράχτηκαν οι δικαστές καπεταναίοι και αποφάσισαν. Η ευθύνη δική σου, του είπαν.
Πρώτα εμένα. Οι Άγγλοι, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, αφόπλισαν το Φλεβάρη του '45 τον ΕΛΑΣ, χωρίς να τον νικήσουν. Κι αυτό το ήξεραν πολύ καλά. Ρημαγμένοι, καθώς βγήκαν από τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, παρέδωσαν την Ελλάδα στους νικητές Αμερικάνους. Η Αγγλική επικυριαρχία πάνω στην Ελλάδα από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οχτώβρη του 1827), γίνεται το 1947 Αμερικάνικη. Το '48 ο ΕΛΑΣ καταφέρει συντριπτικές νίκες. Οι Αμερικάνοι μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, εξόπλισαν μέχρι τα δόντια το στρατό από τη μια, κι από την άλλη πλαισιώνουν τα τάγματα ασφαλείας με δεκάδες χιλιάδες δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών και εξαπολύοντας ανελέητο διωγμό σε όσους συνεργάζονταν και τροφοδοτούσαν τους αντάρτες. Σ' αυτή τη νέα κατάσταση ο ΕΛΑΣ κήρυξε κι αυτός επιστράτευση στις περιοχές που έλεγχε και συλλαμβάνει και εκτελεί τους πιο δραστήριους αντιδραστικούς στα δικά τους σχέδια. Σ' αυτή τη φάση του εμφύλιου έπιασαν οι αντάρτες τον "αρχηγό των χιτών» στο χωριό, τον Κώστα το Βγενή, για να τον εκτελέσουν! Αυτή η απόφαση ήταν φαίνεται γενική. Πολλούς είχαν εκτελέσει Ο αντιστασιακός Φρούραρχος, ο Γιώρης ο Φωνόπουλος (Γ. Δημόπουλος), τα είπε με το Γιώρη το Φιλιππακόπουλο. «Ο μόνος τρόπος ναντον σώσουμε, Γιώρη, είναι να πας εσύ και ναντους πεις: Ο Κώστας ο Βγενής που πιάσατε, είναι ένας οικογενειάρχης και φτωχός άντρωπος. Δεν έβλαψε κανένα. Όπως ξέρετε, δεμπήγε γυρεύοντις να γίνει χίτης. Άλλοι τον υποχρεώσανε, σαν και μένα, που με κάνανε φρούραχο, χωρίς τη θέλησή μου. Πρώτα θα σκοτώσετε εμένα και μετά εκείνον. Τελεία και παύλα». Τηράχτηκαν οι δικαστές καπεταναίοι και αποφάσισαν. Η ευθύνη δική σου, του είπαν.
Έτσι γλίτωσε
την εκτέλεση όχι μόνο ο Κώστας ο Βγενής. Στις Κολοβάτες του παρνασού είχαν πιάσει 12. Ο ντόπιος φρούραρχος του ΕΑΜ Καβούρης κάτι ανάλογο είπε: 12 αυτοί κι εγώ 13! και μπήκε πρώτος στη γραμμή ... !, διηγείται ο γιος του Στάθης. Σωθήκανε και οι 12. Και κει οι δικαστές ειδοποίησαν τον Καβούρη. Θα το πληρώσεις απ' αυτούς.
Σαν αλλάξανε οι καιροί, πιάνεται
κι ο Γιώρης ο Φιλιππακόπουλος. Πάλι ο Φρούραρχος. «Κώστα ήρθε η σειρά σου. Ξέρεις πως σώθηκες.
Εγώ δενγκξέρω άλλον τρόπο …».
Ο «αρχηχίτης» του χωργιού πήγε. Και χωρίς πολλές αβροφροσύνες: « Τώρα θαντον αφήκετε. Τα ’κούτε; Τώρα. Πολύ τονεκρατήσατε
…». Και τον αφήκανε το Χριστιλίπη.
Δεν έγινε το ίδιο και με τον Καβούρη. Πλήρωσε με μια ζωή στις φυλακές.
Αυτά έτσι γίνανε. Η αξιοπιστία των πηγών πέρα και πάνω πάνω από αμφιβολίες.
Αυτό είναι εικασία: Λέτε κάπως έτσι να σώθηκε κι ο αντάρτης του χωριού; Εικασία, είπαμε. Εικασία. Ούτε εξορίες σε ξερονήσια ή μακροχρόνιες φυλακίσεις, σαν τον Κουλοβατιανό Καβούρη, πατέρα του Στάθη.
Δεν έγινε το ίδιο και με τον Καβούρη. Πλήρωσε με μια ζωή στις φυλακές.
Αυτά έτσι γίνανε. Η αξιοπιστία των πηγών πέρα και πάνω πάνω από αμφιβολίες.
Αυτό είναι εικασία: Λέτε κάπως έτσι να σώθηκε κι ο αντάρτης του χωριού; Εικασία, είπαμε. Εικασία. Ούτε εξορίες σε ξερονήσια ή μακροχρόνιες φυλακίσεις, σαν τον Κουλοβατιανό Καβούρη, πατέρα του Στάθη.
Ήταν σπουδαία γενιά οι Μπασταίοι Πατεράδες μας.
Δεν είναι γνωστό πόσα χωριά δεν έχουν νεκρό στη 10ετία του ’40. Ένα είναι περισσότερο κι από βέβαιο. Του Μπάιστα κι ο αντάρτης, πούρθε μετά την ήττα στη ΝταρδαΜπάδα, πέθανε σε βαθειά γεράματα, κοντά στα 100 του!
Έτσι γλίτωσ’ ο αντάρτης του χωριού. Ήταν πολύ μεγάλος πια ο Χρήστος ο Φιλιππακόπουλος, γιός του «κουμουνιστή του χωργιού». Από τα λίγα που είπε κάποια στιγμή, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο αντάρτης. Το 15Άγουστο, ήρθε από τον Πύργο πούμενε με την φαμίλια του, στο χωργιό. Πήγε στην εκκλησιά, έκατσε στο στασίδι, που καθόταν ο πατέρας του. Ματάλαβε με τη σειρά του. Το βράδυ στο πανηγύρι του χωργιού μπήκε στο χορό και χόρεψε για ώρα μπροστελάτος, σαν παιδί, αν και είχε περάσει την 9η δεκαετία. Μετά το χορό έκανε τη χάρη και ... να πως γλύτωσε: "Στην τελευταία μάχη, στου Καλιόρη και το Γουμεραίικο, είχαμε απομείνει, εγώ μαζί μέναν άλλο αντάρτη. Αυτός ήθελε να τρέξει για να σωθεί. Εγώ τον τράβηξα και κολλήσαμε στον κορμό μιας πεύκας. Μείναμε ακούνητοι για πολύ. Τ ’αεροπλάνο έκανε βόλτες και θέριζε ό,τι κουνιόταν. Ο άλλος τα ’χε χαμένα. Επίμενε ναντο βάλλει στα πόδια για να γλιτώσει, όπως νόμιζε. Κάποια στιγμή μου ξέφυγε και τόβαλε στα πόδια ... Δεν πρόκανε να πάει παραπέρα. Πέρασε τ΄ αεροπλάνο, τον γάζωσε και πάει ... Τη νύχτα, μες από τους γκρεμούς, ήμουν μαθημένος ξέρεις, κατάφερα και παραδόθηκα στο στρατό. Οι χωροφυλάκοι σούκοβαν το κεφάλι. Δε γλίτωνες με τίποτα. Δεν είχε αστεία. Μας είχαν γι αυτό ενημερώσει οι καπεταναίοι. Πριν παραδοθώ πέρασα από το χωριό. Στην Παλιόστανη συνάντησα τη μάνα μου. Μου είπε πως υπάρχει κινητοποίηση στο χωργιό για να με πιάσουν». Λέγοντας αυτό, ο Χρίστος ο αντάρτης, κάποιο αδιόρατο χαμόγελο σιγουριάς ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Είπε λίγα ακόμα για την καλή συμπεριφορά του στρατού σε όσους παραδίδονταν και … σταμάτησε εκεί.
Πολλές φορές ρωτήθηκε να πει όσα ήξερε. Μάταια, όμως …
Αν και μεγάλωσε το παιδί, θυμάται…
Ήταν τόσο μικρό. Γεννήθηκε στα μέσα του ‘37. Κι όμως τα θυμόταν όλα στη 8η δεκαετία του! Τέτοια πράματα δεγκζεγνιώνται με τίποτα, ηχεί μέσα του η Μπασταίικη φωνή. Ήταν δεν ήταν 3 χρονώ. Κι αν μεγάλωσε δε μπορεί να ξεχάσει.
- Άι ! μας κήρυξαν τομπόλεμο, είπε, με τρόπο φορτωμένο μ’ όλα τα βάσανα, που φέρνει ο πόλεμος. Το μικρό παιδί κρύφτηκε πίσω από το δεξί πόδι του μπαμπάκι του. Έβγανε λίγο το κεφάλι του κι έβλεπε με το ’να μάτι τ’ αεροπλάνα να φτάνουν στο Γουμεραίικο. Να γυρνάνε πίσω, να χάνονται πέρα απ’ τα βουνά και να ξαναγυρνάνε, ξανά και ξανά. Το σπίτι ήταν ψηλότερα από τα άλλα σπίτια. Όλοι οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί στο μικρό τούμπι και τηράγανε κατά αεροπλάνων μεργιά. Δε θυμάται τίποτα απ΄ όσα λέγαν οι μεγάλοι. Πάντως λέγανε… Και κουνάγανε και το κεφάλι τους με τρόπο που δήλωνε όλα τα μετά …
Ο μπαμπάκης του ήξερε καλά από πολέμους. Δεν ήταν ακόμα φρούραρχος του ΕΑΜ. Αργότερα τον έκανε το χωριό, παρά τη θέλησή του. Ήταν 12 χρονώ σαν ξεκίνησε ο Α΄ παγκόσμιος. Κληρωτός στο μικρασιατικό. Δεν πρόκανε να πολεμήσει. Καθώς πάγαινε, κατάρρευσε το μέτωπο και περιπλανήθηκε, όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι. Βρέθηκε στ’ Αγιονόρος. Κάποιο καράβι τον άδειασε εκεί. Δεν πήγε για καλόγερος, ούτε και τόχε τάμα. Πολύ αργότερα ήταν κατά τέτοιων συμπεριφορών. Η γυναίκα του, σαν παντρεύτηκε, ήταν όλο τάματα. Ποτέ δεν της είπε κάτι γι αυτή της τη στάση. Εκεί αγόρασε μια εικόνα τ’ Αγιώρη, που την έβαλε στο κονοστάσι του πιο όμορφου σπιτιού, που 'φτιασε αργότερα στο χωργιό. Γιώρης, εξ άλλου, ήταν το όνομά του. Να μημπάρει και μια εικόνα φτιαγμένη από αγιονορίτες;
Εικασίες; Στην κοσμοχαλασιά αυτού του ηλίθιου πολέμου των μεγαλομανών του είδους: να πάρουμε τημπόλη και … τηνγκόκκινη μηλιά!, φαίνεται πως έκανε τάμα στον Άγιο. Πήρε την εικόνα του από το αγιονόρος, αλλά να μηντου φτιάσει και ένα εξωκλήσι; Δεν ακούστηκε πως έκανε τέτοιο τάμα. Ούτε είπε κάτι τέτοιο ποτέ και σε κανένα. Όμως έφτιασε το ξωκλήσι του Αγιώρη. Και το ’φτιαξε σε Φωναίικο τόπο. Το … παιδί θυμάται τις γκριτζιανιές από τις αφάνες στις γυμνές του κλιτσινάρες, σαν πέρναγε το μπουγάζι, που οδηγούσε στο ξωκλήσι, που φτιάχαν οι μαστόροι. Δε φόραγε μακρύ παντελόνι. Τα παιδιά μέχρι 12 και βάλε χρονώ, δε φοράνε μακρύ παντελόνι. Μέχρι τα 3 τους δε φοράγαν τίποτα. Παπούτσια δεν τα πολυχρειαζόνταν.
Λένε, πως υπήρχαν ερείπια παλιότερου ξωκλησιού, ίσια με 300 μ. βορεινότερα του σημερινού. Σε επιτόπια επίσκεψη, δεν βρέθηκαν τέτοια ίχνη.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, όσο ήταν παιδί, δεν του πάγαινε να τον πει πατέρα, όπως κάνανε πολλά παιδιά! Θυμάται ακόμα πως έφτανε μέχρι το γόνα. Ήταν θεόρατος για ένα τόσο μικρό παιδί. Οι Μπασταίοι ποτέ δε λέγανε γόνατο ή γόνυ. Πάντα λέγανε γόνα, ίσια με το γόνα, μέχρι το γόνα. Στην εκκλησιά ο παπάς τους έλεγε την ημέρα της 50κοστής: Έτι και έτι (πάλι και πάλι) κλίνατε εις τα γόνατα, και …γονάτιζαν όλοι. Κάνανε το χατίρι του παπαΧρήστου. Ήταν και χεροδύναμος παπάς, βλέπετε. Μια φορά σ’ ένα γάμο, κει που χόρευαν τον Ησαΐα, ο Γιώρης ο Κατσιαβός σημάδεψε με τα κυπαρισσόμηλα το καμηλαύκι κι ο παπαΧρήστος με το θυμιατό στηνγκόκα. Έξω από την εκκλησιά ποτέ δε λέγανε για γόνατα: Βουλιάγαμε στη λάσπη μέχρι το γόνα. Ξεθεωμένοι όμως από την κούραση λυγάγανε και τότε: … μου κόπηκαν τα γόνατα.
Τα αεροπλάνα φάνηκαν και ξαναφάνηκαν στο Γουμεραίικο. Ο τρόμος εμπεδόθηκε στο παιδί, αν και πιασμένο σφιχτά το δεξί πόδι του μπαμπάκι. Και τον ακολούθησε σαν απωθημένο. Για πολύ κρυβόταν κάτω απ’ τα δέντρα, με το που άκουγε βουητό αεροπλάνου! Και δεν ήτανε το μόνο. Και μεις το ίδιο κάναμε, λέγανε και λένε σαν θυμούνται και οι άλλοι.
Αργότερα, 10ετία του ΄50, ο Σωτήρης, αδερφός του Γιώρη, έφτιασε και αυτός ξωκλήσι στον Αϊλιά. Μα και ο πατέρας τους, ο Θοδωρής, πούρθε σώγαμπρος από το Καρδαρίτσι, σα γύρισε από την Αμερική, έφερε όλες τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου ( Παναγία, Χριστό κι Αγιάννη Πρόδρομο) με τα μπρούτζινα μανάλια τους. Επάργυρο Βαγγέλιο και θυμιατό. Οι εικόνες του τέμπλου φέρουν το όνομα του δωρητή: Θεόδωρος Σ. Δημόπουλος. Σωτήρη λέγαν τον πατέρα του. Μα και την κοίμηση της θεοτόκου, που ανασπάζονται όλοι που μπαίνουν στην εκκλησιά, φέρει το όνομα της Γκουντάναινας, β΄γυναίκας του: Χαρίκλεια Θ. Δημόπουλου. Δεν ακούστηκε στο σπίτι να ήφερε και τίποτ’ άλλο από την Αμερική. Α! έφερε κι ένα σιδερένιο καλαπόδι, ένα σφυρί, μια ταναλια, τσαγκαρόσουγλα για να φτιάνει τα παπούτσια του. Μια ξουριστική μηχανή με το κουτί της, τ' αλουμινένιο κύπελλο με το πινέλο. Οι εικόνες υπάρχουν στην εκκλησία. Τα μανάλια τα πήγαν στον Αγιώρη. Το βαγγέλιο και το θυμιατό πάλιωσαν, το καλαπόδι έσπασε και πετάχτηκε. Το ίδιο και τ'αλουμινένιο κύπελλο. Η τανάλια, η ξουριστική μηχανή με το κουτί, χωρίς ξουράφια και το σφυρί, είναι τα. Σώζεται ακόμα και το κιβώτιο – μπαούλο με το οποίο τάηφερε. Ακόμα η μυρουδιά του είναι τη σαν νάρθε χτες!
Θυμάται ακόμα το παιδί.
Τις ήττες των Ιταλών (’40 ή ’41) και το Μέλιο του Μελιόπουλου να ενημερώνει τους Κλολετσιάνους από τις κουτσουπιές στα Κατσιαβαίικα με το λουλά: Όορε, Καλολετσιάνοι. Πήραμε την Κλεισούρα και το Τεπελένι. (υπάρχει ηχογράφημα με την κουβέντα). Ο Μέλιος, γέρος πια, δεν το θυμάται αυτό το γεγονός. Το παιδί όμως; Αν και γέρασε κι αυτό, βέβαια και το θυμάται. Θυμάται τόσο πολλά και … τόσο καλά, όσο για τάλλα, ο Μέλιος. Τα ενδιαφέροντα και οι προτεραιότητες της ζωής αλλάξανε προσανατολισμούς της μνήμης και της λήθης.
Θυμάται τους Ιταλούς, που ήρθαν στο χωριό (43 ή 44) και δεν τους φοβήθηκε κανένας… Ακόμα και το παιδί "τους" ύψωσε τη φωνή: άντρωπος, σαν το ρώτησαν: Τι είναι ο πατέρας σου; Για να τον περιγελάσει ο "άλλος Ιταλός": έτσι που το ρώτησες το παιδί, καλά σου το ‘κανε. Ρώτα το αν είναι γεωργός … Αργότερα έμαθε τι κουμάσια ήταν αυτοί οι ελληνόφωνοι Ιταλοί... Ακόμα το παιδί δεν ήξερε πως υπήρχαν κι άλλες γλώσσες και κορόιδευαν τους γνήσιους Ιταλούς που λέγανε σκούζει.
τους Γερμανούς αυτούς κι αν του θυμάται … πως να ξεχάσει ένα παιδί τέτοια τέρατα! Σαν ακούστηκε πως: έρχονται οι Γερμανοί … φόβος και τρόμος επέπεσε στο χωριό ... Ο μπαμπάκης ήταν Φρούραρχος τότε …
Γυναίκα κάψ’ αυτούς τους φακέλους … και σαν τους έριχνε στη φωτιά, έβγαζε τον καημό της: Ααα … κουμουνιστή...
Πήγαν ο φρούραρχος πατέρας, η κόρη του η Χριστίτσα, οι γιοί του Θοδωρής και Σπύρος, στους γκρεμούς, στου Καλιμπάκι. Η μάνα έμεινε στο σπίτι. Σαν τέλειωσε το ψωμί έστειλε ο Μπαμπάκης το μεγάλο του γιο να φέρει ψωμί. Κρυμμένος για πολλή ώρα πίσω από το φράχτη του Γιωργόπουλου, σαν έβλεπε τους Γερμανούς να πηγαίνουν πέρα δώθε στις καρυδιές του Βγεναίουνε, ώσπου η εμφάνιση δυο ατρόμητων τσιουπίων ξεθάρρεψαν τον πιτσιρικά και ακολούθησε. Φορτωμένος στην πλάτη το ψωμί, η μάνα ξεπροβόδισε το γιο της περνώντας απ’ τις καρυδιές που σουλατσάριζαν οι Γερμαναράδες. Πάει ψωμί στον άντρα μου στο χωράφι Πολύ αργά έμαθε πως οι Γερμανοί, που μίλαγαν ελληνικά ήταν η ντροπή της Ελλάδας !
Το βιολί του μπαρμπαΣωτήρη
Το παιδί ήταν σίγουρο πως το σπάσανε Ιταλοί. Το γεγονός αυτό έγινε μπροστά του και τόβλεπε, σαν νάγινε τώρα. Όσο κουτσόπαιζε ο μπαρμαΣωτήρης δεν έδινε σημασία. Ήταν κι έμεινε πολύ αρχάριος. Δεν πρόκανε, ο μαύρος. Το είχε αγοράσει, γιατί νόμιζε πως σαν τόπερνε στο χέρι του, θα μπορούσε να παίξει καλύτερα από το Σπύρο του Τζιουκιέλι, από την Καλολετσή. Στο παιδί έκανε μεγάλη εντύπωση το σπάσιμο του βιολιού κι παράξενος ήχος πούβγαλε, σα γινότανε ζμπαράλια πάνω στις πέτρες. Χτύπησε πρώτα στη μια, τη μικρούλα, που ήταν προς τα Φωναίικα και αναπήδησε συντριμένο πάνω στη μεγάλη πέτρα. Εκεί έβγαλε ένα ήχο παράξενο, καθώς σύρθηκαν τα τέλια πάνω της. Τέτοιον αχό δεν ξανάκουσε ποτέ του το παιδί. Άκουσε κι ακούει ακόμα το απόκοσμο φάλτσο, που κλείνει μέσα του όλα τα παράπονα και καημούσ του κόσμου.
Ο Βασίλης ο Τζούκας επιμένει, πως κι εκείνος θυμάται πως το βιολί του μπαρμπαΣωτήρι το σπάσανε οι Γερμανοί. Πίσω από το σπίτι του ήταν μια κροκαλόπετρα πλακουδή, ίσια με 2 μέτρα διάμετρο και μια μικρούλα δίπλα, προς το του Λακαβίδι. Και οι δυο ήταν ριζωμένες καλά στο γλινότοπο. Ανάμεσά τους περνούσε το κεντρικό μονοπάτι, που πάγαινε ΝΑ του χωριού, προς Καλυμπάκι, Λάλα και την ορεινή Ηλεία και Αρκαδία, απ’ όπου κατάγονταν οι περσότεροι φερτοί Μπασταίοι και Μπαστιώτισσες. Ανατολικά προς τα Κουζιουλαίικα, Σωτηρακάιικα και Βγεναίικα και Β, προς τα Γουταίικα, Ζιογκαίικα, Αντριγαίικα, Κατσιαβαίικα και πέρα μακριά προς το Καλολετσιάνικο. Όλες αυτές οι κατευθύνσεις περνούσαν από τα Τζουκαίικα και Φωναίικα. Εκεί, πάνω σ’ αυτή την πέτρα ο Ιταλός για μένα, ο Γερμανός για το Βσίλη, έσπασε το βιολί του μπαρμπαΣωτήρη. Ποιος έχει το δίκιο; Ο Βασίλης ήταν και παραμένει μεγαλύτερος κατά πεντέξι χρόνια. Κι αν ξαναρωτηθεί πάλι τα ίδια θα 'πεί. Αφού ρωτήθηκε πολλές φορές για να ελεγχθεί η αξιοπιστία του και … δεν αλλάζει λέξη. Και σκέφτεται γέρος πια το παιδί: Λες , ρε παιδί μου, νάγινε το περιστατικό την ώρα που είχε έρθει από του Καλυμπάκι, για να πάρει ψωμί; Εδώ είναι είναι μεγάλη μπερδεψιά. Καμιά όμως μπερδεψιά : Τέρατα ήταν και τα δυο φασισταργιά. Βλέπετε το βιολί του μπαρμαΣωτήρη δεν ήταν stradivarius! Οι καλλιεργημένοι φονιάδες ευφραίνονται μόνο με ήχους των stradivarius. Τέτοια ήταν η καλλιέργεια των καλλιεργημένων βαρβάρων και τις μορφές της που γεύτηκαν οι Μπασταίοι ...
Αν και μεγάλωσε το παιδί, θυμάται…
Ήταν τόσο μικρό. Γεννήθηκε στα μέσα του ‘37. Κι όμως τα θυμόταν όλα στη 8η δεκαετία του! Τέτοια πράματα δεγκζεγνιώνται με τίποτα, ηχεί μέσα του η Μπασταίικη φωνή. Ήταν δεν ήταν 3 χρονώ. Κι αν μεγάλωσε δε μπορεί να ξεχάσει.
- Άι ! μας κήρυξαν τομπόλεμο, είπε, με τρόπο φορτωμένο μ’ όλα τα βάσανα, που φέρνει ο πόλεμος. Το μικρό παιδί κρύφτηκε πίσω από το δεξί πόδι του μπαμπάκι του. Έβγανε λίγο το κεφάλι του κι έβλεπε με το ’να μάτι τ’ αεροπλάνα να φτάνουν στο Γουμεραίικο. Να γυρνάνε πίσω, να χάνονται πέρα απ’ τα βουνά και να ξαναγυρνάνε, ξανά και ξανά. Το σπίτι ήταν ψηλότερα από τα άλλα σπίτια. Όλοι οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί στο μικρό τούμπι και τηράγανε κατά αεροπλάνων μεργιά. Δε θυμάται τίποτα απ΄ όσα λέγαν οι μεγάλοι. Πάντως λέγανε… Και κουνάγανε και το κεφάλι τους με τρόπο που δήλωνε όλα τα μετά …
Ο μπαμπάκης του ήξερε καλά από πολέμους. Δεν ήταν ακόμα φρούραρχος του ΕΑΜ. Αργότερα τον έκανε το χωριό, παρά τη θέλησή του. Ήταν 12 χρονώ σαν ξεκίνησε ο Α΄ παγκόσμιος. Κληρωτός στο μικρασιατικό. Δεν πρόκανε να πολεμήσει. Καθώς πάγαινε, κατάρρευσε το μέτωπο και περιπλανήθηκε, όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι. Βρέθηκε στ’ Αγιονόρος. Κάποιο καράβι τον άδειασε εκεί. Δεν πήγε για καλόγερος, ούτε και τόχε τάμα. Πολύ αργότερα ήταν κατά τέτοιων συμπεριφορών. Η γυναίκα του, σαν παντρεύτηκε, ήταν όλο τάματα. Ποτέ δεν της είπε κάτι γι αυτή της τη στάση. Εκεί αγόρασε μια εικόνα τ’ Αγιώρη, που την έβαλε στο κονοστάσι του πιο όμορφου σπιτιού, που 'φτιασε αργότερα στο χωργιό. Γιώρης, εξ άλλου, ήταν το όνομά του. Να μημπάρει και μια εικόνα φτιαγμένη από αγιονορίτες;
Εικασίες; Στην κοσμοχαλασιά αυτού του ηλίθιου πολέμου των μεγαλομανών του είδους: να πάρουμε τημπόλη και … τηνγκόκκινη μηλιά!, φαίνεται πως έκανε τάμα στον Άγιο. Πήρε την εικόνα του από το αγιονόρος, αλλά να μηντου φτιάσει και ένα εξωκλήσι; Δεν ακούστηκε πως έκανε τέτοιο τάμα. Ούτε είπε κάτι τέτοιο ποτέ και σε κανένα. Όμως έφτιασε το ξωκλήσι του Αγιώρη. Και το ’φτιαξε σε Φωναίικο τόπο. Το … παιδί θυμάται τις γκριτζιανιές από τις αφάνες στις γυμνές του κλιτσινάρες, σαν πέρναγε το μπουγάζι, που οδηγούσε στο ξωκλήσι, που φτιάχαν οι μαστόροι. Δε φόραγε μακρύ παντελόνι. Τα παιδιά μέχρι 12 και βάλε χρονώ, δε φοράνε μακρύ παντελόνι. Μέχρι τα 3 τους δε φοράγαν τίποτα. Παπούτσια δεν τα πολυχρειαζόνταν.
Λένε, πως υπήρχαν ερείπια παλιότερου ξωκλησιού, ίσια με 300 μ. βορεινότερα του σημερινού. Σε επιτόπια επίσκεψη, δεν βρέθηκαν τέτοια ίχνη.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, όσο ήταν παιδί, δεν του πάγαινε να τον πει πατέρα, όπως κάνανε πολλά παιδιά! Θυμάται ακόμα πως έφτανε μέχρι το γόνα. Ήταν θεόρατος για ένα τόσο μικρό παιδί. Οι Μπασταίοι ποτέ δε λέγανε γόνατο ή γόνυ. Πάντα λέγανε γόνα, ίσια με το γόνα, μέχρι το γόνα. Στην εκκλησιά ο παπάς τους έλεγε την ημέρα της 50κοστής: Έτι και έτι (πάλι και πάλι) κλίνατε εις τα γόνατα, και …γονάτιζαν όλοι. Κάνανε το χατίρι του παπαΧρήστου. Ήταν και χεροδύναμος παπάς, βλέπετε. Μια φορά σ’ ένα γάμο, κει που χόρευαν τον Ησαΐα, ο Γιώρης ο Κατσιαβός σημάδεψε με τα κυπαρισσόμηλα το καμηλαύκι κι ο παπαΧρήστος με το θυμιατό στηνγκόκα. Έξω από την εκκλησιά ποτέ δε λέγανε για γόνατα: Βουλιάγαμε στη λάσπη μέχρι το γόνα. Ξεθεωμένοι όμως από την κούραση λυγάγανε και τότε: … μου κόπηκαν τα γόνατα.
Τα αεροπλάνα φάνηκαν και ξαναφάνηκαν στο Γουμεραίικο. Ο τρόμος εμπεδόθηκε στο παιδί, αν και πιασμένο σφιχτά το δεξί πόδι του μπαμπάκι. Και τον ακολούθησε σαν απωθημένο. Για πολύ κρυβόταν κάτω απ’ τα δέντρα, με το που άκουγε βουητό αεροπλάνου! Και δεν ήτανε το μόνο. Και μεις το ίδιο κάναμε, λέγανε και λένε σαν θυμούνται και οι άλλοι.
Αργότερα, 10ετία του ΄50, ο Σωτήρης, αδερφός του Γιώρη, έφτιασε και αυτός ξωκλήσι στον Αϊλιά. Μα και ο πατέρας τους, ο Θοδωρής, πούρθε σώγαμπρος από το Καρδαρίτσι, σα γύρισε από την Αμερική, έφερε όλες τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου ( Παναγία, Χριστό κι Αγιάννη Πρόδρομο) με τα μπρούτζινα μανάλια τους. Επάργυρο Βαγγέλιο και θυμιατό. Οι εικόνες του τέμπλου φέρουν το όνομα του δωρητή: Θεόδωρος Σ. Δημόπουλος. Σωτήρη λέγαν τον πατέρα του. Μα και την κοίμηση της θεοτόκου, που ανασπάζονται όλοι που μπαίνουν στην εκκλησιά, φέρει το όνομα της Γκουντάναινας, β΄γυναίκας του: Χαρίκλεια Θ. Δημόπουλου. Δεν ακούστηκε στο σπίτι να ήφερε και τίποτ’ άλλο από την Αμερική. Α! έφερε κι ένα σιδερένιο καλαπόδι, ένα σφυρί, μια ταναλια, τσαγκαρόσουγλα για να φτιάνει τα παπούτσια του. Μια ξουριστική μηχανή με το κουτί της, τ' αλουμινένιο κύπελλο με το πινέλο. Οι εικόνες υπάρχουν στην εκκλησία. Τα μανάλια τα πήγαν στον Αγιώρη. Το βαγγέλιο και το θυμιατό πάλιωσαν, το καλαπόδι έσπασε και πετάχτηκε. Το ίδιο και τ'αλουμινένιο κύπελλο. Η τανάλια, η ξουριστική μηχανή με το κουτί, χωρίς ξουράφια και το σφυρί, είναι τα. Σώζεται ακόμα και το κιβώτιο – μπαούλο με το οποίο τάηφερε. Ακόμα η μυρουδιά του είναι τη σαν νάρθε χτες!
Θυμάται ακόμα το παιδί.
Τις ήττες των Ιταλών (’40 ή ’41) και το Μέλιο του Μελιόπουλου να ενημερώνει τους Κλολετσιάνους από τις κουτσουπιές στα Κατσιαβαίικα με το λουλά: Όορε, Καλολετσιάνοι. Πήραμε την Κλεισούρα και το Τεπελένι. (υπάρχει ηχογράφημα με την κουβέντα). Ο Μέλιος, γέρος πια, δεν το θυμάται αυτό το γεγονός. Το παιδί όμως; Αν και γέρασε κι αυτό, βέβαια και το θυμάται. Θυμάται τόσο πολλά και … τόσο καλά, όσο για τάλλα, ο Μέλιος. Τα ενδιαφέροντα και οι προτεραιότητες της ζωής αλλάξανε προσανατολισμούς της μνήμης και της λήθης.
Θυμάται τους Ιταλούς, που ήρθαν στο χωριό (43 ή 44) και δεν τους φοβήθηκε κανένας… Ακόμα και το παιδί "τους" ύψωσε τη φωνή: άντρωπος, σαν το ρώτησαν: Τι είναι ο πατέρας σου; Για να τον περιγελάσει ο "άλλος Ιταλός": έτσι που το ρώτησες το παιδί, καλά σου το ‘κανε. Ρώτα το αν είναι γεωργός … Αργότερα έμαθε τι κουμάσια ήταν αυτοί οι ελληνόφωνοι Ιταλοί... Ακόμα το παιδί δεν ήξερε πως υπήρχαν κι άλλες γλώσσες και κορόιδευαν τους γνήσιους Ιταλούς που λέγανε σκούζει.
τους Γερμανούς αυτούς κι αν του θυμάται … πως να ξεχάσει ένα παιδί τέτοια τέρατα! Σαν ακούστηκε πως: έρχονται οι Γερμανοί … φόβος και τρόμος επέπεσε στο χωριό ... Ο μπαμπάκης ήταν Φρούραρχος τότε …
Γυναίκα κάψ’ αυτούς τους φακέλους … και σαν τους έριχνε στη φωτιά, έβγαζε τον καημό της: Ααα … κουμουνιστή...
Πήγαν ο φρούραρχος πατέρας, η κόρη του η Χριστίτσα, οι γιοί του Θοδωρής και Σπύρος, στους γκρεμούς, στου Καλιμπάκι. Η μάνα έμεινε στο σπίτι. Σαν τέλειωσε το ψωμί έστειλε ο Μπαμπάκης το μεγάλο του γιο να φέρει ψωμί. Κρυμμένος για πολλή ώρα πίσω από το φράχτη του Γιωργόπουλου, σαν έβλεπε τους Γερμανούς να πηγαίνουν πέρα δώθε στις καρυδιές του Βγεναίουνε, ώσπου η εμφάνιση δυο ατρόμητων τσιουπίων ξεθάρρεψαν τον πιτσιρικά και ακολούθησε. Φορτωμένος στην πλάτη το ψωμί, η μάνα ξεπροβόδισε το γιο της περνώντας απ’ τις καρυδιές που σουλατσάριζαν οι Γερμαναράδες. Πάει ψωμί στον άντρα μου στο χωράφι Πολύ αργά έμαθε πως οι Γερμανοί, που μίλαγαν ελληνικά ήταν η ντροπή της Ελλάδας !
Το βιολί του μπαρμπαΣωτήρη
Το παιδί ήταν σίγουρο πως το σπάσανε Ιταλοί. Το γεγονός αυτό έγινε μπροστά του και τόβλεπε, σαν νάγινε τώρα. Όσο κουτσόπαιζε ο μπαρμαΣωτήρης δεν έδινε σημασία. Ήταν κι έμεινε πολύ αρχάριος. Δεν πρόκανε, ο μαύρος. Το είχε αγοράσει, γιατί νόμιζε πως σαν τόπερνε στο χέρι του, θα μπορούσε να παίξει καλύτερα από το Σπύρο του Τζιουκιέλι, από την Καλολετσή. Στο παιδί έκανε μεγάλη εντύπωση το σπάσιμο του βιολιού κι παράξενος ήχος πούβγαλε, σα γινότανε ζμπαράλια πάνω στις πέτρες. Χτύπησε πρώτα στη μια, τη μικρούλα, που ήταν προς τα Φωναίικα και αναπήδησε συντριμένο πάνω στη μεγάλη πέτρα. Εκεί έβγαλε ένα ήχο παράξενο, καθώς σύρθηκαν τα τέλια πάνω της. Τέτοιον αχό δεν ξανάκουσε ποτέ του το παιδί. Άκουσε κι ακούει ακόμα το απόκοσμο φάλτσο, που κλείνει μέσα του όλα τα παράπονα και καημούσ του κόσμου.
Ο Βασίλης ο Τζούκας επιμένει, πως κι εκείνος θυμάται πως το βιολί του μπαρμπαΣωτήρι το σπάσανε οι Γερμανοί. Πίσω από το σπίτι του ήταν μια κροκαλόπετρα πλακουδή, ίσια με 2 μέτρα διάμετρο και μια μικρούλα δίπλα, προς το του Λακαβίδι. Και οι δυο ήταν ριζωμένες καλά στο γλινότοπο. Ανάμεσά τους περνούσε το κεντρικό μονοπάτι, που πάγαινε ΝΑ του χωριού, προς Καλυμπάκι, Λάλα και την ορεινή Ηλεία και Αρκαδία, απ’ όπου κατάγονταν οι περσότεροι φερτοί Μπασταίοι και Μπαστιώτισσες. Ανατολικά προς τα Κουζιουλαίικα, Σωτηρακάιικα και Βγεναίικα και Β, προς τα Γουταίικα, Ζιογκαίικα, Αντριγαίικα, Κατσιαβαίικα και πέρα μακριά προς το Καλολετσιάνικο. Όλες αυτές οι κατευθύνσεις περνούσαν από τα Τζουκαίικα και Φωναίικα. Εκεί, πάνω σ’ αυτή την πέτρα ο Ιταλός για μένα, ο Γερμανός για το Βσίλη, έσπασε το βιολί του μπαρμπαΣωτήρη. Ποιος έχει το δίκιο; Ο Βασίλης ήταν και παραμένει μεγαλύτερος κατά πεντέξι χρόνια. Κι αν ξαναρωτηθεί πάλι τα ίδια θα 'πεί. Αφού ρωτήθηκε πολλές φορές για να ελεγχθεί η αξιοπιστία του και … δεν αλλάζει λέξη. Και σκέφτεται γέρος πια το παιδί: Λες , ρε παιδί μου, νάγινε το περιστατικό την ώρα που είχε έρθει από του Καλυμπάκι, για να πάρει ψωμί; Εδώ είναι είναι μεγάλη μπερδεψιά. Καμιά όμως μπερδεψιά : Τέρατα ήταν και τα δυο φασισταργιά. Βλέπετε το βιολί του μπαρμαΣωτήρη δεν ήταν stradivarius! Οι καλλιεργημένοι φονιάδες ευφραίνονται μόνο με ήχους των stradivarius. Τέτοια ήταν η καλλιέργεια των καλλιεργημένων βαρβάρων και τις μορφές της που γεύτηκαν οι Μπασταίοι ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου