Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Η Βρύση


Σαν θέλετε να μάθετε ποιες είναι ρωτάτε τη Νίκη του Γιάννη  του Παρασκευόπουλου
  
     
                          Παιδιά της Βρύσης οι Μπασταίοι.

        Μέχρι τα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας , το χωριό Μπάστα δεν είχε ‘‘ιστορία’’. Τη θέση της πραγματικής του Ιστορίας , παίρναν οι εκφερόμενοι θρύλοι και εικασίες που λέγαν οι παλιότεροι χωρικοί σε στιγμές που διατυπώνονταν από νεότερους ερωτήματα και απορίες . Και ενώ το σύμπαν έχει Ιστορία  και όλα μέσα σ’ αυτό έχουν τη δική τους , το χωριό μας φαινόταν σαν μοναδική εξαίρεση . Η γνώση και καταγραφή της είναι μια επίπονη  δουλειά . Ίδια μ’ αυτή της  αυτοσυνείδησης . Όλα τα στοιχεία της Ιστορίας είναι εκεί , στον εξωτερικό κόσμο , αντικειμενοποιημένα . Το διάβασμά τους είναι το δύσκολο ζητούμενο .  Αντικείμενο του μελετητή και των μέσων που διαθέτει για το σκοπό αυτό ο ίδιος και η κοινωνία σαν όλο. Ίσως αύριο να είναι τούτο δυνατό σε κάθε ενδιαφερόμενο . Μέχρι τότε , προσπάθειες μάλλον σοβαροφανείς θα παίρνουν τη θέση της ακρίβειας . Η ψευδής συνείδηση , είτε σαν προκατάληψη και η ιδεολογία , είτε σαν επιστημονικοφανής  αλήθεια , θα καταδυναστεύουν  ιστορία , ιστορικούς και την Αλήθεια . 
Κάθε ιδεολογία είναι ψευδής συνείδηση, ακούγεται από τη μεργιά της Γκουγκουλώρας.
Προσπάθεια ανίχνευσης της ιστορίας του χωριού είναι θεμιτή . Μέχρι που οι λίθοι κεκράξονται  την αλήθεια τους και γίνει πιστευτή  …, εμείς θα ανιχνεύουμε τι θέλουν να μας πουν . Θα αφουγκραζόμαστε  πηγές και  βρύσες , βουνά, ραχούλες , κροκάλες και κροκαλοπαγή πετρώματα , στεριές και βάλτους , γκρεμού κι ισιώματα , μα και  ζώντα και τεθνεότα απομεινάρια  της χλωρίδας και πανίδας . Όλα, μα όλα,  κάτι θα  ’χουν  να μας πουν .


           Τι λεν λοιπόν τα χώματα , οι ρεματιές και τα βουνά του , οι πέτρες και οι τζιαβίδες του , οι γκρεμοί και τα ισιώματά του , τα δένδρα και οι πηγές του και πάν’ απ’ όλες , η Πηγή στη μέση του χωριού. Πρώτη απ’ όλους και απ’ όλα η πάντα νια , η Βρύση με το μεγάλο της γιο , το γεροπλάτανό της . Παιδιά της Βρύσης κι οι Μπασταίοι . Αυτή ’ταν η αιτία που έγινε χωριό τριγύρω της . Αυτή είναι που ξέρει όλους τους Μπασταίους . Τους πριν , τους νυν και τους μετά . Πάντα με λαχτάρα την πλησίαζαν και από μακριά τη λαχταρούσαν και ήχους ευχαρίστησης απ’ όλους έχει ακούσει , σαν πλησιάζανε να πιουν απ’ το νερό της . Μα  πιο πολλά και πιο καλά  θα ξέρει για τις Μπαστιώτισσες και τις Μπαστιωτοπούλες  σαν κουβαλούσαν στον ώμο ή ζαλιά στην πλάτη το βαρέλι γεμάτο με το δικό της το νερό . Η όμορφη βλαχοπούλα  σταμνί ’χε μόνο στο τραγούδι . Όλοι και όλες φέρουν το όνομά της . Ταδόπουλος Τάδε  Του και Της  από το Κρυονέρι. Μπάστα το λέγαν οι παλιοί και συνεχίζουν να το λένε . Και οι καινούργιοι αυτό μαθαίνουν , σαν ζητάνε εξηγήσεις  , μα και οι άλλοι που ξέρουν άλλα Κρυονέρια . Το κρύο νερό της Βρύσης έγινε συμπλήρωμα απαραίτητο πλάι στο όνομα και επώνυμό τους , σαν ο τόπος της καταγωγής τους. Γραμμένο πια όπου γης φτάσαν τα παιδιά της . Αμερική , Γερμανία , Αυστραλία , Σοβιετία κ. ά.
        Όλ’ αυτά τα …όπουλος η Βρύση τάκουσε μετά τον ερχομό (1834) των «φιλελλήνων», που ρήμαξαν για «το καλό του» τον τόπο. Φυλάκισαν τους ανθέλληνες επαναστάτες του ’21, για να τους  εξελληνίσουν. Τα επώνυμα έπρεπε να τα κάνουν  … πουλος και … πούλου. Το ΟΥμας είναι το αρχαίο Ω.  ΚΩΔΩΝ (οι αρχ. Έλληνες είχαν μόνο κεφαλαία γράμματα, χωρίς τόνους) είναι το κουδούνι μας. "Και ... ΠΩΛΟΝ  υιόν υποζυγίου" (Mατθ. 21.7) , λέγανε οι Μπασταίοι το πουλαράκι της γαϊδούρας και της φοράδας. Δεν είναι βέβαιο, αν αυτό με τη φοράδα είναι λάθος τους και υποβίβαζαν την αυτής αλογοσύνη. Ο "καθήμενος επί ΠΩΛΟΝ όνου (Ιω. 12.15), υπερφαλάγγισε κατά πολύ  την υψηλόφρονα της φορβάδος γνώμην.  Όλοι οι πουλοι και πουλου δε γεννήθηκαν από φοράδες ή γαϊδούρες, αν και σαν έρχονταν στα χάϊ τους οι Μπαστιώσσες και οι Μπαστιωτοπούλες, φιλοφρονήσεις του τύπου παλιογαϊδούρα και παλιοφοράδα, είχαν την καλή τους. Κανένας αρχαίος Έλληνας ή επαναστάτης του '21, ήταν  ... όπουλος. Το 1928 οι επαναστάτες όλα τα χωριά τα καταγράφουν: Μπάστα, Καλολετσή, Λάσδικα, Πόθου, Λάλα, Δούκα. Πουθενά: Μπάστας, Νεράιδα, Λάσδικας, Πόθος, Λάλας, Δούκας ... και πάει λέγοντις. Η βαρβαρότητα της ελληνοφρονούσας προκατάληψης, θεωρούσε βάρβαρα τα ομηρικά και προομηρικά Αρβανίτικα ( Δες:Κώστα Η. Μπίρη: ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού  και Αριστείδη Π. Κόλλια: ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ και η Καταγωγή των Ελλήνων). Τα θεργιά, που φώλιαζαν στις βρύσες και τρώγανε βασιλόπουλα/ες, τάχε κονταρέψει ο Αγιώρης.  Τη θέση τους πήραν  οι βαρβαρεπιβάρβαροι «φιλέλληνες» .
      Και οι …  Τζουκαίοι γίνανε Δημητρακόπουλοι, οι Βγεναίοι, Παρασκευόπουλοι, οι Τσεκουραίοι Σωτηρακόπουλοι και Γεωργίου, οι Κουζιουλαίοι Χριστόπουλοι και Δημητρόπουλοι, οι Ζωγγαίοι Βγενόπουλοι, οι Βουρλεγγαίοι Ανδρικόπουλοι, οι Καστριγγαίοι Παναγόπουλοι, οι Παγώνηδες Αναγνωστόπουλοι, οι Κατσιαβαίοι Γιανικόπουλοι, οι Γουταίοι Γεωργίου, οι Σταροβαίοι …, οι Νταγκαλήδες Νταγκουλαίοι και Παπαθεοδώρου και Παπαδόπουλοι ..., οι  Τυραίοι (Τυρώ, ούς,η. Κόρη του γείτονα μας Σαλμωνέα, συζ. Κρηθέα) του Θοδωρή από το Καδαρτσι Δημόπουλοι – Φωνόπουλοι, οι Μπιτζαραίοι Βασιλόπουλοι, οι Πετρίληδες Δημητρακόπουλοι, οι Κακαρέπιδες Γιαννόπουλοι, οι …
       Οι Γυναίκες του Μπάιστα όμως : Κλεονίκη, Ολυμπιάδα, Ξανθή, Γαρυφαλιά, Ουρανία, Ευφροσύνη, Λεωνίτσα, … Οι περσότερες είναι φερτές. Περιττολογία το σ' 'ολα τα χωργιά, γίνανε χειρότερα. Από Μαρίες, Άννες, Γεωργίες, Βασιλικές, Χριστίνες, Αγγελικές, Φωτεινές, Κατερίνες, Δέσπες, Παρασκευές, … να δουν τα μάτια μας!
       Οι αρχαίοι Έλληνες με άλλες μεθόδους Εξελλήνισαν το Κόσμο. Εισάγουν την επιστήμη στην επίλυση των προβλημάτων του κόσμου. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περσότερο.  Όλοι είμαστε Έλληνες, λένε όλοι όσοι ξέρουν την αξεπέραστη αυτή προσφορά της Αρχαίας Ελλάδας στην ανθρωπότητα.
       Η εκπληκτικής ομορφιάς Βρύση, φτιαγμένη από μεγάλο μάστορα, στέκει εκεί για εκατοντάδες χρόνια. Σπάνια βρίσκεις όμοιά της.  Με μεράκι και μαστοριά, ο άγνωστος μάστορας, πριόνισε το πουρί, που άφθονο βρήκε κει γύρω . Η ίδια το απόθετε αργά μέσα στους αιώνες . Άγνωστος σαν όλους τους μεγάλους λαϊκούς τεχνίτες του λόγου και της τέχνης , της σμίλης και του τραγουδιού. Όλοι τους άγνωστοι, χωρίς καν ένα μνημείο, μια γιορτή έστω, για χάρη τους. 
       Για αιώνες οι  Μπασταίοι, σαν πιπίτσιαζαν  (διψούσαν υπερβολικά), απολάμβαναν ηδονικά το κρύο νερό ξαπλώνοντας νωχελικά στον ίσκιο, κάτου απ' τον πλάτανό της. Και τι δε λέγανε τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια μετά από το πελέκημα με τα σκερπάνια στα ροζιαζμένα χέργια, με τα ρετσίνια στα τσίνουρα ...  και καταχωνιασμένη τηνελπίδα για το καλλίτερο.
Μέχρι και τη 10τία του '50 ήταν ανέγκιχτη. Όπως την είχε φτιάσει ο μεγάλος μάστορας. Πανεμορφα τα λαξεμένα πουριά. Το μεγάλο τόξο και σήμερα δείχνει την τελειότητά του. Τα πεζούλια δεξιά και αριστέρα, στο εσωτερικό της βάσης του τόξου, παρά την τσιμεντοποίησή τους διατηρούν το αχικό τους σχήμα. Το ίδιο και τα δύο τετραγωνικα βαθουλώματα πάνω από το κάνταλο της βρύσης. Εικόνα δεν είχαν ποτέ βάλει οι Μπασταίοι. Τη 10ετία του '80 και '90 εμφανίστηκε μια μόδα και γιέμισε ο τόπος κονοστάσια και εικόνες. Εκεί λοιπόν  στη 10ετία του '80 κάποια (ακουγονται κι ονόματα) κάρφωσε μια πρόγκα, πάνω απ' τον κάνταλο, και κρέμασε μια Παναγιά.
       Ο αρχικός εκπληκτικά τέλειος  κάνταλος, καταστράφηκε σκόπημα από τους ίδιους τους Μπασταίους, τη 10ετία του '50  ή του '60. Προφασίστηκαν λόγους ακραίας αισθητικής και κύρια υγιεινής. "Πλέναν, λέει, τα βρακιά τους στον κάνταλο της βρύσης και πότιζαν τα ζα τους. Εμείς ( γνωστά τα ονόματα) τον σπάσαμε τον κάνταλο και τον πετάξαμε και βάλαμε σουλήνα ...", μας λέγανε οι ίδιοι.
       Μέχρι και τη 10ετία του '50, ίσως και του '60,  όλοι πότιζαν  τα ζά τους, άλογα και γαϊδούργια και σπάνια καμιά γήδα, στον κάνταλο της βρύσης. Μετά ξέπλεναν με τη χούφτα τους τον κάνταλο και πίνανε νερό. Δε συχαίνονταν ακραία τα οικόσιτα ζα τους οι Μπασταίοι. Η ευαισθητοποίηση σε θέματα υγείας και της αισθητικής πλευράς της, αρχίζει να γεννιέται στους Μπασταίους. Κάθε αρχή και δύσκολη, λέγαν στο χωργιό και η υπερβολή συμπορεύεται για την υπερνίκησή της. Είναι η επόχή που φτιάχνουν αποχωρητήρια και, σιγά σιγά εγκαταλείπουνε τις ... χιέστρες πίσω απ΄ τα σκίντα και τις κουμαργιές, τα πουρνάργια και τις κουτσουπιές.  Οι πέτρες κι οι φτερίνες αφήνουν τη θέση τους στις ...φημερίδες. Το χαρτί υγείας είναι ακόμα  πολυτέλεια και για τους ... Αθηναίους.
         Στη Βρύση οι Μπαστιώτισες και οι Μπαστιτοπούλες ξέβγαλναν τα πλημένα στο σπίτι τους με αλισίβα ρούχα τους, κι όχι στον κάνταλο της βρύσης. Γιέμιζαν νερό τις σκάφες ή το σούγλο τους, και τα ξεβγάλνανε εκεί. Ποτέ, στον κάνταλο της βρύσης. Και βέβαια χωρίς να παίρνουμε και όρκο. Για ν' ακριβολογούμε, μιας και ούλοι το ξέρουν: αυτό γινόταν σαν  βλέπαμε. Σαν δε βλέπαμε, ποιος ξέρει ... Μπόρεί οι "δυσεβείς Μπάσταίοι", που σπάσανε τον όμορφο κάνταλο της Βρύσης, να είδαν ή ακόμα χειρότερα: κάποιοι να τους είπαν πως κάτι είδαν και ... το κακό έγινε με περισσότερη μανία! 
      
Και τι σπουδαίος κάνταλος! Πανέμορφος. Φτιαγμένος από υλικό άγνωστο στου Μπάιστα. Το χρώμα ήταν λίγο πιο σκούρο απ' το πουρί της. Λιασμένο σε όλα τα σημεία. Ο κύριος κρονός βρισκόταν σε ευθεία με την ροή της πηγής. Υπήρχε και δεύτερος μικρός στην αριστερή πλευρά του κάνταλου. Δεν ήταν μαρμάρινος, όπως οι σημερινοί κάνταλοι (έχουν βάλει δύο).
Τα Μπαστιωτόπουλα για να την προστατέψουν, κατά πως νόμιζαν επιχρίσανε το όμαρφα λαξεμμένα πουριά. Οι κομματικοί παροξυσμοί, της 10ετίας του '80, δεν θα άφηναν ήσυχη τη βρύση. Από μέρα σε μέρα άλλαζε και χρώμα. Κόκινη ή ροζ  δε βάφτηκε ποτέ. 
     Μα και οι άλλες , μικρότερες σε λάμψη. Τ’ Αγιωργιού στου Καραχούτσου , τη Βουλωμένη που έπεσε θύμα της προόδου . Ή την άλλη στο Νιοχώρι που καταβρόχθισε «κατά λάθος;» η μπολντόζα, την εποχή της «μεγάλης προόδου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου