"Κακό χωργιό τα λίγα σπίτια", είπε κάποια στιγμή ο Κυργιάκος του παπά, σαν την πέσαν όλοι του μπαρμαΣωτήρη του Φωνόπουλου, για να ξουρίσει σώνει και καλά τα γένια του. Το περασμένο Φθινόπωρο, σαν πιάσανε οι βροχές και σταμάτησε το πελέκι της πεύκας, πως τούρθε του μπαρμπαΣωτήρη να αφήκει γένια. Δε συνηθιζόταν κάτι τέτοιο στο χωριό. Μόνο ο παπάς άφηνε γένια και οι καλόγεροι και τους απαγορευόταν, όχι μόνο ναντά ξουρίζουν, μα ούτε και ναντα περποιγιούνται. Όταν ήθελαν να πουν κάτι κακό για παπά, λέγανε:"αυτός δεν είν' παπάς. Αυτός θέλει ξούριζμα". Ο παπαΧρήστος, παπάς του χωριού είχε μια γενειάδα πεταχτή προς τα μπρος. Κανένας δεν τόλμησε ποτέ να του πει κάτι για τα γένια του. Πέρα απ' ότι δεν είχαν κάτι να καταλογίσουν σε βάρος του, ήταν και ο πιο χεροδύναμος. Πέταγε το λιθάρι μακρύτερα απ' ούλους και σήκωνε το σακί τ'αραποσίτι με τόνα χιέρι. Καλογιέρους δεν είχε ακόμα το χωργιό. Πέρναγε κανένας καμιά φορά από το χωριό για διακονιά και τούδιναν οι χριστιανοί, ό,τι μπορούσαν. Ούτε που τους πάγαινε στο μυαλό ναντου γυρέψουν να ξουρίσει τα γένια. Αργότερα μπήκανε στην καλογερική κάποια μπαστιωτόπουλα και μπαστιωτοπούλες. Καλόγεροι γίνανε ο φιλόλογος Γιάννης κι ο φοιτητής νομικής Πάνος, παιδιά μπαρμπαΝιόνιου του Ρήγα. Ο πρώτος με τ' όνομα Χρυσόστομος κι ο άλλος με το όνομα Νεκτάριος. Καλόγριες γίνανε η Φώτο, κόρη του μπαρμπαΣωτήρη του Φωνόπουλου και η ...; κόρη του ...; Η πρώτη με τ' όνομα ...; κι άλλη ...; Οι καλόγεροι, παρότι ομολογούν, σαν βαφτιστούν "εν βάπτισμα", αλλάζουν το βαφτιστικό τους όνομα, όπως αλλάζουν τη στρατηγική του χριστιανισμού από κοινοκτημοσύνη σε ακτημοσύνη. Η πρώτη Χριστιανική εκκλησία είχε αποκόψει από το σώμα της το μοναχισμό.
"Κακό χωργιό τα λίγα σπίτια", είπε κάποια στιγμή ο Κυργιάκος του παπά, σαν την πέσαν όλοι του μπαρμαΣωτήρη του Φωνόπουλου, για να ξουρίσει σώνει και καλά τα γένια του. Το περασμένο Φθινόπωρο, σαν πιάσανε οι βροχές και σταμάτησε το πελέκι της πεύκας, πως τούρθε του μπαρμπαΣωτήρη να αφήκει γένια. Δε συνηθιζόταν κάτι τέτοιο στο χωριό. Μόνο ο παπάς άφηνε γένια και οι καλόγεροι και τους απαγορευόταν, όχι μόνο ναντά ξουρίζουν, μα ούτε και ναντα περποιγιούνται. Όταν ήθελαν να πουν κάτι κακό για παπά, λέγανε:"αυτός δεν είν' παπάς. Αυτός θέλει ξούριζμα". Ο παπαΧρήστος, παπάς του χωριού είχε μια γενειάδα πεταχτή προς τα μπρος. Κανένας δεν τόλμησε ποτέ να του πει κάτι για τα γένια του. Πέρα απ' ότι δεν είχαν κάτι να καταλογίσουν σε βάρος του, ήταν και ο πιο χεροδύναμος. Πέταγε το λιθάρι μακρύτερα απ' ούλους και σήκωνε το σακί τ'αραποσίτι με τόνα χιέρι. Καλογιέρους δεν είχε ακόμα το χωργιό. Πέρναγε κανένας καμιά φορά από το χωριό για διακονιά και τούδιναν οι χριστιανοί, ό,τι μπορούσαν. Ούτε που τους πάγαινε στο μυαλό ναντου γυρέψουν να ξουρίσει τα γένια. Αργότερα μπήκανε στην καλογερική κάποια μπαστιωτόπουλα και μπαστιωτοπούλες. Καλόγεροι γίνανε ο φιλόλογος Γιάννης κι ο φοιτητής νομικής Πάνος, παιδιά μπαρμπαΝιόνιου του Ρήγα. Ο πρώτος με τ' όνομα Χρυσόστομος κι ο άλλος με το όνομα Νεκτάριος. Καλόγριες γίνανε η Φώτο, κόρη του μπαρμπαΣωτήρη του Φωνόπουλου και η ...; κόρη του ...; Η πρώτη με τ' όνομα ...; κι άλλη ...; Οι καλόγεροι, παρότι ομολογούν, σαν βαφτιστούν "εν βάπτισμα", αλλάζουν το βαφτιστικό τους όνομα, όπως αλλάζουν τη στρατηγική του χριστιανισμού από κοινοκτημοσύνη σε ακτημοσύνη. Η πρώτη Χριστιανική εκκλησία είχε αποκόψει από το σώμα της το μοναχισμό.
Ο μπαρμπαΣωτήρης όμως ήταν άλλη περίπτωση. Οι λαϊκοί δεν είχανε και δεν ήπρεπε ν' αφήνουν γένια, εξόν κι αν παγαίναν για παπάδες. Ο μπαρμπαΣωτήρης δεμπάγαινε για παπάς. Τουλάιστο δε είχε πει και δεν είχε ακουστεί κάτι τέτοιο. Έτσι τούρθε και τόκανε. Οικογενειάρχης ήτανε και δε θα ρώταγε τον ένα και τον άλλο τι θα κάνει με τα γένια του.
Πρώτος του την έπεσ' ο κουρέας, ο Μήτσιος ο Παπαδόπουλος. Αυτός ο καφεντζής ήταν και κουρέας του χωριού. Το κουρείο το 'χε μονοπώλιο. Καφενεία υπήρχαν κι άλλα, πιο διάσημα. Όπως του Χαρλαμόπουλου. Όλοι περνάγανε από τη μοναδική στο χωριό ξύλινη πολυθρόνα του. Και πως το φχαριστιόταν να σου στραβώνει το σβέρκο, πότε αριστερά, πότε δεξιά και να σ' αφήνει σ΄αυτή τη στάση και να πειράζει τον ένα και τον άλλο, χτυπώντας το ψαλίδι στη τσατσάρα, δε λέγεται. Ήταν και στο κοινοτικό συμβούλιο από το 1934 και έμπλεκε, βλέπεις, με πολλά νιτερέσια. Κι αν κάποιος παραπονιόταν, που τον είχε τόση ώρα στραβολαιμιασμένο, χαμπήλωνε τα γυαλιά, σε τήραγε πάνω απ' αυτά και πέταγε και κάνα καλαμπούρι. Αυτός ο κουρέας άρχισε το πείραγμα για τα γένια του ΜπαρμπαΣωτήρη. Δεν πρέπει να τόκανε γιατ' έχανε την πελατεία. Κουρέας ήτανε κι όχι ξουρέας. Όχι πως δεν ξούριζε όσους ήθελαν να ξουριστούν. Είχε ένα ξουράφι και μια λουρίδα που το τρούχαγε. Πολλοί λίγοι πάντως, ξουρίζονταν στον κουρέα. Οι πλειότεροι ξουρίζονταν σπίτι μαναχοί τους. Και ήταν ο πιο διάσημος του χωριού. Προσπάθησε να τον φτάσει κι ο Μπρίλος, που κούρευε κι αυτός, αλλά ο μπαρμαΜήτσιος ο Παπαδόπουλος ήταν και θα είναι ο θρυλικός κουρέας του χωριού Μπάστα. Αυτός λοιπόν ο κουρέας - πειραχτήρι, ξεκίνησε το πείραγμα του μπαρμπαΣωτήρη. Σε λίγο όλο το χωριό ασχολιόταν με τα γένια του μπαρμπαΣωτήρη. Αυτό, στο βάθος - βάθος, ευχαριστούσε, όχι μόνο τα πειραχτήρια του χωριού, αλλά και τον ίδιο το μπαρμπαΣωτήρη! - Δενεινγκαιλίγο ν' ασχολείται μαζί σου όλο στο χωριό. Οι μαθητές που πήγαιναν στις μεγάλες τάξεις του οκταταξίου Γυμνασίου, πήραν το μέρος του και τον υποστήριζαν. Όλοι οι άλλοι ήσαν εναντίον της γενειάδας του μπαρμπαΣωτήρη. Κι ο μπαρμαΣωτήρης το απολάμβανε. Δεν έπαιρνε το μέρος κανενού. Ούτε των κατηγόρων, ούτε των υπερασπιστών της γενειάδας του. Απλά το απολάμβανε. Κάποια στιγμή τα ξούρισε τα γένια, χωρίς πάλι να ρωτήσει κανένα. Πολύ αργότερα ο γιος ο Λιας εξήγησε το πώς και γιατί ξούρισε τα γένια του ο μπαρμπαΣωτήρης. Σαν ήρθε, λέει, το καλοκαίρι ... αυτό που δεν κατάφερε το χωριό, το κατάφερε το πελέκι! Σαμπήγε να πελεκήσει τις πεύκες, πετιόταν το ρετσίνι στα γένια και άιντε ναντο βγάλει. Το τι τράβηξε ο μαύρος για ναντα ξουρίσει, δε λέγεται. Καταράστηκε την ώρα και τη στιγμή που τ' άφηκε. Δεν είχε πάει σκολειό και έμαθε να διαβάζει αγοράζοντας μια Π. Διαθήκη. Διάβαζε πολύ δυνατά κι ακουγόταν σ΄ όλη τη γειτονιά. Κάποιες φορές ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Γιώρης από το διπλανό σπίτι τον διαολόστελνε, όχι τόσο γιατί τον ενοχλούσε, αλλά να, σε τέτοια ηλικία και να συλλαβίζει, δεν του πάγαινε και τόσο καλά και ήταν ο πρώτος που άκουγε ένα τόσο ανυπόφορο συλλάβισμα. Και ήταν διπλά εκνευριστικό, αφού πολλά απ' αυτά που συλλάβιζε ο αδερφός του, τάηξερε απόξω κι ανακατωτά. Ήταν ψάλτης και τα διάβαζε κάθε λίγο και λιγάκι στην εκκλησιά. Είχε πάει και σκολειό μέχρι την τετάρτη Δημοτικού. Ο μπαρμπαΣωτήρης πάγαινε με τα πρόβατα και δεν είχε πάει στο σκολειό. Και οικογενειάρχης πια αποφάσισε να μάθει να διαβάζει και να γράφει ... Το φωναχτό διάβασμα ήταν υποχρεωτικό για τα μικρά σκολιαρούδια. Αυτά έπρεπε να διαβάζουν πολύ δυνατά για ν' ακούει και η γιαγιά που βαργιάκουγιε και να καμαρώνει που τ' αγγόνι της μάθαινε γράμματα! Εκείνη δε μπόρεσε να πάει σκολειό να ξεστραβωθεί ... Σαν άνοιγε το σχολείο κι άρχιζαν τα μαθήματα, βούιζε όλο το χωριό από το φωναχτό διάβασμα των παιδιών. Ο μεγαλύτερος αδερφός του μπαρμαΣωτήρη δεν διαολόστελνε τα παιδιά. Μόνο τον αδερφό του. Ο πατέρας του δεν τούλεγε τίποτα για το φωναχτό διάβασμα τους γιου του. Αφού αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγάλος του γιος, γιατί να πολυσκοτίζεται κι αυτός. Εξ άλλου ήταν πολύ γέρος και ήταν μάταιο να μπερδεύεται σε τέτοια μικροπράμματα. Ούτε που το ξανασκέφτηκε να αφήκει γένια ο μπαρμπαΣωτήρης. Όμως το φωναχτό διάβασα της Π. Δ. το κράτησε για πολλά χρόνια. Κανένας δεν ασχολιόταν με το φωναχτό συλλάβισμα του μπαρμαΣωτήρη. Κι ο αδερφός του βαρέθηκε να τον διαολοστέλνει! Η κριτική του, για όλα τα στραβά που φυτρώναν καθημερινά μπροστά του ήταν: " τιαλ". Το Λ δεν πολυακουγόταν. Που πάει να πει: στο διάολο. Έλεγε τόσο πολλά "...τιαλ...", που αν περιδιάβαιναν ζωντανοί οι διαβόλοι, δεν θάχε χώρο για ούτε για τον ίδιο ! Σαν πήρε τη σύνταξή του, δεν μπορούσε να πει ούτ' ένα "τιαλ"! να ηχογραφηθεί, για να περισωθεί η ... αυστηρή κριτική του! Έξι παιδιά ανάστησ' ο μπαρμαΣωτήρης. Έφτιασε και το ξωκλήσι του Αϊλιά στον Αϊλιά ... Έγινε κι ο "μεγαλέμπορος" του χωριού μετά το 1945 ... Το μπακαλοδέφτερο με τα βερεσέδια των συχωριανών του σώθηκε και βρίσκεται σε καλά χέρια. Έχει μέσα του μια σπουδαία πλευρά του Χωριού με τα ονόματα των τελευταίων Μπασταίων και όλοι σχεδόν οι Μπασταίοι είναι γραμμένοι μέσα στις σελίδες του. Θα φωτογραφηθεί και θα αναρτηθεί στη ιστοσελίδα www.mpasta.gr την ιστοσελίδα των Μπασταίων και Μπαστιωτόπουλων. Και βέβαια οι πρώτοι κάτοικοι του Τελ Μπάστα, του πρώτου οικισμού, που κατασκεύασε στον κόλπο της Άκαμπα ο homo sapiens, σαν ξεμύτισε από την υποΣαχάρια πρωτογέννα περιοχή, νοιώθαν στο πετσί τους το: πόσο καλό ήταν το χωριό με τα λίγα του σπίτια ... Οι πόλεις, παιδιά του πρώτου οικισμού, ακόμα ρουφάνε την ζωτική του δύναμη. Τις "άγιες μέρες" γυρίζουν όλοι στις πόλεις τους, φορτωμένοι τα λάφυρα της επιδρομής τους στο Χωριό ...
Πρώτος του την έπεσ' ο κουρέας, ο Μήτσιος ο Παπαδόπουλος. Αυτός ο καφεντζής ήταν και κουρέας του χωριού. Το κουρείο το 'χε μονοπώλιο. Καφενεία υπήρχαν κι άλλα, πιο διάσημα. Όπως του Χαρλαμόπουλου. Όλοι περνάγανε από τη μοναδική στο χωριό ξύλινη πολυθρόνα του. Και πως το φχαριστιόταν να σου στραβώνει το σβέρκο, πότε αριστερά, πότε δεξιά και να σ' αφήνει σ΄αυτή τη στάση και να πειράζει τον ένα και τον άλλο, χτυπώντας το ψαλίδι στη τσατσάρα, δε λέγεται. Ήταν και στο κοινοτικό συμβούλιο από το 1934 και έμπλεκε, βλέπεις, με πολλά νιτερέσια. Κι αν κάποιος παραπονιόταν, που τον είχε τόση ώρα στραβολαιμιασμένο, χαμπήλωνε τα γυαλιά, σε τήραγε πάνω απ' αυτά και πέταγε και κάνα καλαμπούρι. Αυτός ο κουρέας άρχισε το πείραγμα για τα γένια του ΜπαρμπαΣωτήρη. Δεν πρέπει να τόκανε γιατ' έχανε την πελατεία. Κουρέας ήτανε κι όχι ξουρέας. Όχι πως δεν ξούριζε όσους ήθελαν να ξουριστούν. Είχε ένα ξουράφι και μια λουρίδα που το τρούχαγε. Πολλοί λίγοι πάντως, ξουρίζονταν στον κουρέα. Οι πλειότεροι ξουρίζονταν σπίτι μαναχοί τους. Και ήταν ο πιο διάσημος του χωριού. Προσπάθησε να τον φτάσει κι ο Μπρίλος, που κούρευε κι αυτός, αλλά ο μπαρμαΜήτσιος ο Παπαδόπουλος ήταν και θα είναι ο θρυλικός κουρέας του χωριού Μπάστα. Αυτός λοιπόν ο κουρέας - πειραχτήρι, ξεκίνησε το πείραγμα του μπαρμπαΣωτήρη. Σε λίγο όλο το χωριό ασχολιόταν με τα γένια του μπαρμπαΣωτήρη. Αυτό, στο βάθος - βάθος, ευχαριστούσε, όχι μόνο τα πειραχτήρια του χωριού, αλλά και τον ίδιο το μπαρμπαΣωτήρη! - Δενεινγκαιλίγο ν' ασχολείται μαζί σου όλο στο χωριό. Οι μαθητές που πήγαιναν στις μεγάλες τάξεις του οκταταξίου Γυμνασίου, πήραν το μέρος του και τον υποστήριζαν. Όλοι οι άλλοι ήσαν εναντίον της γενειάδας του μπαρμπαΣωτήρη. Κι ο μπαρμαΣωτήρης το απολάμβανε. Δεν έπαιρνε το μέρος κανενού. Ούτε των κατηγόρων, ούτε των υπερασπιστών της γενειάδας του. Απλά το απολάμβανε. Κάποια στιγμή τα ξούρισε τα γένια, χωρίς πάλι να ρωτήσει κανένα. Πολύ αργότερα ο γιος ο Λιας εξήγησε το πώς και γιατί ξούρισε τα γένια του ο μπαρμπαΣωτήρης. Σαν ήρθε, λέει, το καλοκαίρι ... αυτό που δεν κατάφερε το χωριό, το κατάφερε το πελέκι! Σαμπήγε να πελεκήσει τις πεύκες, πετιόταν το ρετσίνι στα γένια και άιντε ναντο βγάλει. Το τι τράβηξε ο μαύρος για ναντα ξουρίσει, δε λέγεται. Καταράστηκε την ώρα και τη στιγμή που τ' άφηκε. Δεν είχε πάει σκολειό και έμαθε να διαβάζει αγοράζοντας μια Π. Διαθήκη. Διάβαζε πολύ δυνατά κι ακουγόταν σ΄ όλη τη γειτονιά. Κάποιες φορές ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Γιώρης από το διπλανό σπίτι τον διαολόστελνε, όχι τόσο γιατί τον ενοχλούσε, αλλά να, σε τέτοια ηλικία και να συλλαβίζει, δεν του πάγαινε και τόσο καλά και ήταν ο πρώτος που άκουγε ένα τόσο ανυπόφορο συλλάβισμα. Και ήταν διπλά εκνευριστικό, αφού πολλά απ' αυτά που συλλάβιζε ο αδερφός του, τάηξερε απόξω κι ανακατωτά. Ήταν ψάλτης και τα διάβαζε κάθε λίγο και λιγάκι στην εκκλησιά. Είχε πάει και σκολειό μέχρι την τετάρτη Δημοτικού. Ο μπαρμπαΣωτήρης πάγαινε με τα πρόβατα και δεν είχε πάει στο σκολειό. Και οικογενειάρχης πια αποφάσισε να μάθει να διαβάζει και να γράφει ... Το φωναχτό διάβασμα ήταν υποχρεωτικό για τα μικρά σκολιαρούδια. Αυτά έπρεπε να διαβάζουν πολύ δυνατά για ν' ακούει και η γιαγιά που βαργιάκουγιε και να καμαρώνει που τ' αγγόνι της μάθαινε γράμματα! Εκείνη δε μπόρεσε να πάει σκολειό να ξεστραβωθεί ... Σαν άνοιγε το σχολείο κι άρχιζαν τα μαθήματα, βούιζε όλο το χωριό από το φωναχτό διάβασμα των παιδιών. Ο μεγαλύτερος αδερφός του μπαρμαΣωτήρη δεν διαολόστελνε τα παιδιά. Μόνο τον αδερφό του. Ο πατέρας του δεν τούλεγε τίποτα για το φωναχτό διάβασμα τους γιου του. Αφού αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγάλος του γιος, γιατί να πολυσκοτίζεται κι αυτός. Εξ άλλου ήταν πολύ γέρος και ήταν μάταιο να μπερδεύεται σε τέτοια μικροπράμματα. Ούτε που το ξανασκέφτηκε να αφήκει γένια ο μπαρμπαΣωτήρης. Όμως το φωναχτό διάβασα της Π. Δ. το κράτησε για πολλά χρόνια. Κανένας δεν ασχολιόταν με το φωναχτό συλλάβισμα του μπαρμαΣωτήρη. Κι ο αδερφός του βαρέθηκε να τον διαολοστέλνει! Η κριτική του, για όλα τα στραβά που φυτρώναν καθημερινά μπροστά του ήταν: " τιαλ". Το Λ δεν πολυακουγόταν. Που πάει να πει: στο διάολο. Έλεγε τόσο πολλά "...τιαλ...", που αν περιδιάβαιναν ζωντανοί οι διαβόλοι, δεν θάχε χώρο για ούτε για τον ίδιο ! Σαν πήρε τη σύνταξή του, δεν μπορούσε να πει ούτ' ένα "τιαλ"! να ηχογραφηθεί, για να περισωθεί η ... αυστηρή κριτική του! Έξι παιδιά ανάστησ' ο μπαρμαΣωτήρης. Έφτιασε και το ξωκλήσι του Αϊλιά στον Αϊλιά ... Έγινε κι ο "μεγαλέμπορος" του χωριού μετά το 1945 ... Το μπακαλοδέφτερο με τα βερεσέδια των συχωριανών του σώθηκε και βρίσκεται σε καλά χέρια. Έχει μέσα του μια σπουδαία πλευρά του Χωριού με τα ονόματα των τελευταίων Μπασταίων και όλοι σχεδόν οι Μπασταίοι είναι γραμμένοι μέσα στις σελίδες του. Θα φωτογραφηθεί και θα αναρτηθεί στη ιστοσελίδα www.mpasta.gr την ιστοσελίδα των Μπασταίων και Μπαστιωτόπουλων. Και βέβαια οι πρώτοι κάτοικοι του Τελ Μπάστα, του πρώτου οικισμού, που κατασκεύασε στον κόλπο της Άκαμπα ο homo sapiens, σαν ξεμύτισε από την υποΣαχάρια πρωτογέννα περιοχή, νοιώθαν στο πετσί τους το: πόσο καλό ήταν το χωριό με τα λίγα του σπίτια ... Οι πόλεις, παιδιά του πρώτου οικισμού, ακόμα ρουφάνε την ζωτική του δύναμη. Τις "άγιες μέρες" γυρίζουν όλοι στις πόλεις τους, φορτωμένοι τα λάφυρα της επιδρομής τους στο Χωριό ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου